- απόνιπτρον
- ἀπόνιπτρον, το (Α)απόπλυμα, βρομόνερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόνιπτρον — water used for washing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονίπτρῳ — ἀπόνιπτρον water used for washing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνιπτρα — ἀπόνιπτρον water used for washing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδάνιπτρον — τὸ, Α νερό για το πλύσιμο τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νίπτρον (< νίζω / νίπτω) μέσω αμάρτυρου τύπου *ποδαπό νιπτρον (< πούς, ποδός + ἀπόνιπτρον «απόπλυμα, βρομόνερο») με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς: ἀμφιφορεύς). Ο τ. ποδόνιπτρον… … Dictionary of Greek